φουρνάρικο

φουρνάρικο
το, Ν [φούρναρης]
κατάστημα που παρασκευάζει και ψήνει ψωμί, φούρνος, αρτοποιείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουρνάρικο — το φούρνος, κλίβανος, αρτοποιείο, αρτοπωλείο, ψωμάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούρνος — ο / φοῡρνος, ΝΜΑ θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών νεοελλ. 1. φουρνάρικο, αρτοποιείο 2. το ειδικό μέρος τής συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο 4. εστία ατμολέβητα 5. τεχνολ. κοινή ονομασία τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”